- μπαρμπερεύω
- μπαρμπερεύω και παρπερεύγω (Μ) [μπαρμπέρης]κουρεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπαρμπέριστος — και αμπαρμπέρευτος, η, ο [μπαρμπερίζω μπαρμπερεύω] αυτός που δεν πήγε στον μπαρμπέρη, στον κουρέα, αξύριστος ή ακούρευτος … Dictionary of Greek